πνευματοδώτης

πνευματοδώτης
ὁ Α
αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενο-δώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνευματοδώτας — πνευματοδώτᾱς , πνευματοδώτης giver of spirit masc acc pl πνευματοδώτᾱς , πνευματοδώτης giver of spirit masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”